- σταφιδέμπορος
- ο, Νέμπορος ξηρής σταφίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + έμπορος. Η λ., στον πληθ. σταφιδέμποροι, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
σταφιδεμπόριο — το, Ν εμπόριο ξηρής σταφίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφιδέμπορος. Η λ., στον λόγιο τ. σταφιδεμπόριον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek